Από το Νικόλα Σεβαστάκη
Ερωτικές προδοσίες ή πολιτικές διαψεύσεις φτιάχνουν, λοιπόν, άτομα που δεν θέλουν πια άλλο «παραμύθι»: προτιμούν, όπως ισχυρίζονται, την ωμότητα από την περιφραστική ευγένεια, το σκέτο τίποτα από το στολισμένο σαν παγώνι τίποτα, το να μην πιστεύουν σε κάτι παρά το να διαψεύδονται οι ελπίδες τους.
20.4.2016 | 11:38
Man Ray, Γυναίκα με κλειστά μάτια, 1928. National Gallery of Australia, Canberra. Πηγή: www.lifo.gr |
Πηγή: www.lifo.gr
Aπό τον ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
Υπάρχει ένας κόσμος που όταν ακούει πια για οράματα στην πολιτική τού έρχονται στο μυαλό παραληρήματα και παραισθήσεις. Φίλοι σού λένε, ας πούμε, ότι οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος εμφανίζεται πλέον με αναπόδεικτα στοιχεία και δίχως τεκμηρίωση πρέπει να απορρίπτεται αυτόματα ως κακεντρεχής απάτη είτε ως αφελής δημαγωγία.
Αυτός ο ρεαλισμός της απαισιοδοξίας δείχνει να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία σε περιόδους σαν τη σημερινή, συγκυρίες όπου το πάνω χέρι έχουν τα αρνητικά συναισθήματα. Ενώ, όμως, αυτή η συγκεκριμένη στάση μοιάζει πιο κοντά στη διαύγεια απ' το να καταπίνει κανείς αμάσητα ψεύδη («σανό») ή από το να κουβαλάει φανατισμούς παλιάς κοπής, δεν μπορεί να μας πάει μακριά. Από μια άποψη, η αλλεργία με τα οράματα και η αδιαφορία για φιλόδοξους δημόσιους στόχους δεν είναι πραγματική ωρίμανση μιας κοινωνίας: θυμίζει μάλλον σύνδρομο εθελούσιας παραίτησης ή προκαταβολική άμυνα κάποιου απέναντι στις τυχόν μελλοντικές διαψεύσεις που παίρνει τη μορφή πεισιθάνατης βεβαιότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολίτες αντιδρούν στα πολιτικά τους παθήματα όπως οι βαριά πληγωμένοι στον έρωτα: ακόμα και το ενδεχόμενο μιας νέας γνωριμίας τούς φαίνεται ανούσιο και προορισμένο να αποτύχει. Κάθε καινούργια δυνατότητα εμφανίζεται στους «προδομένους» ως άχρηστη επανάληψη ή ρίσκο μιας χειρότερης διάψευσης. Ένας πικρόχολος και ανθρωποφοβικός ρεαλισμός γίνεται έτσι η προσωρινή «σοφία των προδομένων», ένας τρόπος αυτοσυντήρησης σε δύσκολους καιρούς.
Ανάμεσα σ' εκείνους που ανεμίζουν την απαισιοδοξία ως νέο λάβαρο σοφίας και σε όσους καταφεύγουν στην αστική ευπρέπεια ως έσχατο ιδανικό, μπορούμε ακόμα να θέλουμε κάτι περισσότερο: μια νέα πρόταση για την πρόοδο και τη συλλογική ευημερία.
Ερωτικές προδοσίες ή πολιτικές διαψεύσεις φτιάχνουν, λοιπόν, άτομα που δεν θέλουν πια άλλο «παραμύθι»: προτιμούν, όπως ισχυρίζονται, την ωμότητα από την περιφραστική ευγένεια, το σκέτο τίποτα από το στολισμένο σαν παγώνι τίποτα, το να μην πιστεύουν σε κάτι παρά το να διαψεύδονται οι ελπίδες τους.
Είπα, όμως, ότι αυτή η «αυτοπροστασία» έχει μικρό χρόνο ζωής. Διότι αν θέλουμε να επινοήσουμε ξανά την κοινωνική πρόοδο, δεν μπορούμε να τρεφόμαστε με τα αποκαΐδια της. Ούτε με τις προσωπικές μας μνήμες. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι χωρίς στόχους και χωρίς ένα στοιχείο πάθους δεν έχει νόημα ούτε η πολιτική ούτε ο έρωτας.
Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε, ωστόσο, αν δεν θέλουμε να γίνουμε είτε εύπιστοι ανόητοι είτε δήθεν ξύπνιοι κυνικοί;
Πολλοί είναι αυτοί που απαντούν πλέον: να ελπίζουμε στην κανονικότητα, στην επιστροφή μιας κάποιας ανάπτυξης, στην αποκατάσταση μιας ελάχιστης εμπιστοσύνης σε θεσμούς και κανόνες. Δεν είναι παράλογη ούτε αδικαιολόγητη αυτή η απόκριση. Συχνά καταφεύγουμε στην εξιδανικευμένη ρουτίνα όταν δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε την καθημερινότητά μας. Ζώντας με μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις αφόρητου χάους, η στοιχειώδης τάξη γίνεται πράγματι ένα «όραμα». Όπως όταν περιμένει κανείς ώρα σε μια ξεχασμένη από τον Θεό στάση λεωφορείου και ο κύριος από δίπλα αγορεύει για την απουσία (του) κράτους: γι' αυτόν, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, «όραμα» είναι να μην αργεί το λεωφορείο ή να μη βρίσκεται σε μια στάση βανδαλισμένη, σπασμένη και κατουρημένη.
Πριν από κάποια χρόνια ένιωθα κάποια περιφρόνηση γι' αυτά τα μικρά πράγματα. Έλεγα πως αυτά είναι πολιτική της επιδιόρθωσης, μερεμέτια, τεχνικές βελτιώσεις. Τώρα λέω απλώς πως δεν αρκούν. Αναγνωρίζω πως είναι σημαντικά, αλλά εξακολουθώ να μην πείθομαι πως «αυτά» είναι η μοναδική πολιτική που μας απέμεινε. Δεν πιστεύω, δηλαδή, πως η απάντηση στην κούφια ρητορική της Ελπίδας μπορεί να είναι η ελάχιστη κανονικότητα του «τροχονόμου». Βλέπω, βεβαίως, διαφόρους να νοσταλγούν τον δάσκαλο του '60 με τον ίδιο τρόπο που ζηλεύουν τα ελεύθερα από αποτσίγαρα πεζοδρόμια πολλών ευρωπαϊκών πόλεων. Δεν θέλω να πω τίποτα γι' αυτόν το δάσκαλο (είχε και πολύ ξύλο, άγριο ξύλο, το ξεχάσαμε;), ούτε να υποτιμήσω τον ευπρεπισμό της ζωντανής καθημερινότητας.
Αλλά στην πολιτική και στους δημόσιους στόχους χρειαζόμαστε ισχυρούς προσανατολισμούς. Ιδέες και κατευθύνσεις για τις ανισότητες, την εργασία, τις προτεραιότητες στο κράτος και στην παραγωγή. Αν αδιαφορήσει κανείς γι' αυτές τις ρυθμιστικές ιδέες και καταφύγει μόνο σε μάχες συμβόλων και στη χαμένη αστική ευπρέπεια, κινδυνεύει. Κινδυνεύει να γίνει ένας θυμωμένος ηλικιωμένος που δεν βλέπει το διαγενεακό χάσμα, που δεν υποψιάζεται το βάθος που έχει η θλίψη των ανέργων και ταυτίζει την κανονικότητα με την απουσία μπάχαλου.
Θέλω να πω εδώ πως η ανάκτηση της κανονικότητας χρειάζεται κι αυτή στόχους και ποιοτικά κριτήρια. Ανάμεσα σ' εκείνους που ανεμίζουν την απαισιοδοξία ως νέο λάβαρο σοφίας και σε όσους καταφεύγουν στην αστική ευπρέπεια ως έσχατο ιδανικό, μπορούμε ακόμα να θέλουμε κάτι περισσότερο: μια νέα πρόταση για την πρόοδο και τη συλλογική ευημερία. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε απλώς θα μεγαλώνει το κόμμα όσων αντιπαθούν τα κόμματα αλλά βαριούνται να σκεφτούν με τι να τα αντικαταστήσουν. Όχι και η καλύτερη εκδοχή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.
Agnete Brun, Jorgen Skavlan 2010. Property museum collection |
Πηγή: www.lifo.gr